- δεκανέας
- caporal
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δεκανέας — ο υπαξιωματικός του στρατού: Στο στρατό έγινε δεκανέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκανέας — και δεκανεύς, ο ο κατώτερος υπαξιωματικός τής στρατιωτικής ιεραρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δεκανός < δεκαν ία «δεκαρχία» < λατ. decānus «δεκάρχης». Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
NATO-Rangcode — Der NATO Rangcode, der im Standardization Agreement 2116 (STANAG) definiert ist, dient der Vergleichbarkeit der Dienstgrade der verschiedenen Streitkräfte der 28 Mitgliedsstaaten der NATO. Er besteht aus einer Buchstaben Ziffern Kombination … Deutsch Wikipedia
γαϊτανάς — ο 1. αυτός που πλέκει ή πουλά γαϊτάνια 2. αυτός που διακοσμεί τις άκρες υφασμάτων με γαϊτάνια 3. ειρων. ο δεκανέας … Dictionary of Greek
υποδεκανέας — ο, Ν στρ. στρατιωτικός βαθμός μεταξύ τού στρατιώτη και τού δεκανέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεκανέας. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδεκανεύς, μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Ἐφημερίς τῆς κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος] … Dictionary of Greek
όμπασης — και όνμπασης, ο δεκανέας στον τουρκικό στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. onbași] … Dictionary of Greek
Φόκνερ, Ουίλιαμ — (Faulkner, Νιου Όλμπανι, Μισισιπής 1897 – Όξφορντ, Μισισιπής 1962). Αμερικανός συγγραφέας. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο τραυματίστηκε σε αεροπορικό επεισόδιο. Όταν γύρισε στην πατρίδα του γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, κάνοντας συγχρόνως διάφορα… … Dictionary of Greek